- ζημιάρης
- [зимьярис] яг. причиняющий ущерб, убыток.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ζημιάρης — α, ικο και ζημιάρικος, η, ο [ζημιά] αυτός που συχνά από αδεξιότητα ή από απροσεξία του κάνει ζημιές … Dictionary of Greek
ζημιάρης — ο θηλ. ζημιάρα αυτός που προξενεί συνεχώς ζημιές: Ζημιάρα γάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζημιαρόγατος — ο 1. γάτος που κάνει ζημιές 2. ζημιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημιάρης + γάτος] … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
επιζήμιος — α, ο επίρρ. α που προξενεί ζημία, επιβλαβής, ζημιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζημιάρικος — η, ο ζημιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)